- αυτοδιέγερση
- [-ις (-εως)] η самовозбуждение (тж. физ. ), самоиндукция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοδιέγερση — η 1. το να διεγείρει κανείς τον εαυτό του 2. τρόπος διέγερσης ηλεκτρικών μηχανών, κατά τον οποίο χρησιμοποιείται ένα μέρος από τό ρεύμα που παράγουν οι ίδιες οι μηχανές … Dictionary of Greek
γεωμαγνητισμός ή γήινος μαγνητισμός — Όρος που αφορά το μαγνητικό πεδίο της Γης και την περιοχή του Διαστήματος κοντά στη Γη. Αποτελεί ιδιαίτερο κλάδο της γεωφυσικής και ασχολείται με τη μελέτη του γήινου μαγνητικού πεδίου και των μεταβολών του, καθώς και με τα γεωφυσικά φαινόμενα… … Dictionary of Greek